- τσιροβάκος
- και τσιροβάκας, ο, Νζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους sylvia που ανήκει στην οικογένεια sylviidae ή muscicapidae και περιλαμβάνει 18 είδη μικρόσωμων εντομοφάγων πτηνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιροβάκας — ο, Ν ζωολ. βλ. τσιροβάκος … Dictionary of Greek